- συνεδρίαζον
- συνεδριάζωimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)συνεδριάζωimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολομελής — ές (ΑΜ ὁλομελής, ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, ές) αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης (για συνεδριάζον σώμα) αυτός τού οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα μσν. ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα αρχ. ομοιόμορφος. επίρρ... ολομελώς (Μ… … Dictionary of Greek